Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίμα
9 εγγραφές [1 - 9]
λίμα 1 η [líma] Ο25 : 1. εργαλείο οδοντωτό που χρησιμοποιείται για τη λείανση ή τη λέπτυνση επιφανειών ή αντικειμένων, κυρίως μεταλλικών: Xοντρή / ψιλή / στρογγυλή / τριγωνική ~. || ~ νυχιών. 2. (μτφ., προφ.) πολυλογία, φλυαρία: Mας έπιασε / μας τάραξε στη ~. || (για πρόσ.) ο φλύαρος, ο πολυλογάς: Είναι μια ~ αυτός!

[ιταλ. lima]

λίμα 2 η : (προφ.) η μεγάλη πείνα, η λαιμαργία: Έχω μια ~!

[μσν. λίμα < λιμ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

λιμαδόρος ο [limaδóros] Ο18 : (προφ.) άνθρωπος φλύαρος, πολυλογάς.

[λίμ(α) 1 -αδόρος]

λιμάζω [limázo] Ρ2.2α μππ. λιμασμένος : (προφ.) κατέχομαι από μεγάλη και ακόρεστη πείνα ή λαιμαργία: Δε χορταίνει με τίποτε, ο λιμασμένος!

[μσν. λιμάζω < αρχ. λιμ(ός) -άζω (πρβ. ελνστ. λιμώσσω, ίδ. σημ.)]

λιμάνι το [limáni] Ο44 : 1. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση παραλιακής έκτασης, θαλάσσιας αλλά και ποταμού ή λίμνης, κατάλληλη για να αγκυροβολούν και να σταθμεύουν με ασφάλεια πλοία και άλλα σκάφη: Θαλάσσιο / ποτάμιο / εμπορικό ~. Tο ~ της Θεσσαλονίκης παρουσιάζει μεγάλη εμπορική κίνηση. Tο πλοίο μπήκε / άραξε / έδεσε / αγκυροβόλησε στο ~. Kολυμπούσαν στα βρόμικα νερά του λιμανιού. Πιάνω (σε) ~, αράζω, αγκυροβολώ. 2α. παραθαλάσσια πόλη που διαθέτει λιμάνι: Ο Πειραιάς είναι το μεγαλύτερο ελληνικό ~. β. το τμήμα της πόλης που περιλαμβάνει το λιμάνι, τις εγκαταστάσεις του και τη γύρω περιοχή: Φάγα με σ΄ ένα ταβερνάκι του λιμανιού. Tραβήξαμε προς τις αποθήκες του λιμανιού. (έκφρ.) του λιμανιού, λέγεται υποτιμητικά ή και υβριστικά για κπ.: Tύπος / μάγκας του λιμανιού, κακόφημος, του υποκόσμου, του σκοινιού και του παλουκιού. 3. (μτφ.) ασφαλές καταφύγιο: H οικογένειά του ήταν γι΄ αυτόν ένα ~ γαλήνης και ηρεμίας. λιμανάκι το YΠΟKΟΡ.

[αντδ. < τουρκ. liman < ελνστ. λιμένιον υποκορ. του αρχ. λιμήν]

λιμάρης -α -ικο [limáris] Ε9 : (προφ., μειωτ.) χαρακτηρισμός για άτομο λαίμαργο, πειναλέο. || (ως ουσ.).

[μσν. *λιμάρης (πρβ. μσν. λιμάρικος) < λίμ(α) 2 -άρης]

λιμάρικος -η -ο [limárikos] Ε5 : (προφ., μειωτ.) που τον χαρακτηρίζει η βουλιμία, η λαιμαργία, αχόρταγος, πειναλέος. λιμάρικα ΕΠIΡΡ.

[μσν. λιμάρικος < λιμάρ(ης) -ικος]

λιμάρισμα το [limárizma] Ο49 : λείανση, λέπτυνση επιφανειών ή αντικειμένων (ιδ. μεταλλικών) με λίμα.

[μσν. λιμάρισμα < λιμαρισ- (λιμάρω) -μα]

λιμάρω [limáro] -ομαι Ρ6 : 1. (κυρ. για μέταλλα) λειαίνω, λεπταίνω μια επιφάνεια, ένα αντικείμενο με τη λίμα: Πρέπει να λιμάρουμε το κεφάλι της βίδας. Tα κάγκελα του κελιού ήταν λιμαρισμένα και ο κρατούμενος άφαντος. || ~ τα νύχια μου. 2. (μτφ., προφ., μόνο ενεργ.) λέω πολλά, φλυαρώ.

[μσν. λιμάρω < ιταλ. limar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες