Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάτρης ο [látris] Ο10 πληθ. λάτρεις θηλ. (λόγ.) λάτρις [látris] & (οικ., προφ.) λάτρισσα [látrisa] Ο27α : αυτός που αγαπάει υπερβολικά, με πάθος κπ. ή κτ.: Είναι ~ του ωραίου φύλου / του κινηματογράφου / της μουσικής / των σπορ / του ωραίου.
[λόγ. < αρχ. λάτρις ὁ, ἡ (μεταπλ. -ης) `υπηρέτης΄, ελνστ. σημ.: `λάτρης των θεών΄· λάτρ(ης) -ισσα]