Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάμνω
1 εγγραφή
λάμνω [lámno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) κωπηλατώ: Έπιασαν τα κουπιά κι άρχισαν να λάμνουν. Πλησίαζαν τη στεριά λάμνοντας με γοργό ρυθμό.

[μσν. λάμνω < αρχ. ἐλαύνω `κινώ πλοίο με τα κουπιά΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [vn > mn], σύγκρ. αχαμνός < αρχ. χαῦνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες