Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάκκος
1 εγγραφή
λάκκος ο [lákos] Ο18 : 1. φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα του εδάφους με σχετικά μεγάλο βάθος: Σκάβω / ανοίγω λάκκο. ~ με ασβέστη. Δεν έβλεπα στο σκοτάδι κι έπεσα μέσα σ΄ έναν ανοιχτό λάκκο. ΠAΡ ΦΡ κάποιο λάκκο έχει η φάβα, κάτι ύποπτο, περίεργο συμβαίνει. ΠAΡ Tυφλός* τυφλόν οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυο τους λάκκο. 2. (λαϊκότρ.) τάφος: Mπαί νω στο λάκκο, πεθαίνω. ΦΡ σκάβω / ανοίγω το λάκκο κάποιου, σχεδιά ζω, επιδιώκω κρυφά το κακό, την καταστροφή κάποιου, τον υπονομεύω. σκάβω μόνος μου το λάκκο μου, ενεργώ έτσι ώστε εγώ ο ίδιος να βλάψω τον εαυτό μου. ΠAΡ Όποιος σκάβει το λάκκο του αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, όποιος σχεδιάζει κακό εναντίον άλλου, βλάπτεται ο ίδιος. λακκάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρός λάκκος. β. (μτφ.) μικρή κοιλότητα στο σαγόνι ή στα μάγουλα του προσώπου: Tο ~ στο σαγόνι το κληρονόμησε από τη μητέρα του.

[αρχ. λάκκος `νερόλακκος, πηγάδι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες