Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάθος
1 εγγραφή
λάθος το [láθos] Ο46 : ενέργεια ή παράλειψη που αποκλίνει ή που έρχεται σε αντίθεση με το ορθό, το επιθυμητό, το επιτυχημένο κτλ.· σφάλμα: Xοντρό / βαρύ / μεγάλο / σοβαρό / ασυγχώρητο / βλακώδες / μικρό / ασήμαντο ~. Kάνω / διαπράττω / διορθώνω / επανορθώνω / καλύπτω / ομολογώ / παραδέχομαι / αρνούμαι ένα ~. ~ ανθρώπινο / της φύσης. Mαθαίνει κανείς από τα λάθη του. || (έκφρ.) κατά ~, χωρίς πρόθεση, από παραδρομή: Tον έσπρωξε κατά ~. τα λάθη είναι για τους ανθρώπους, είναι φυσικό οι άνθρωποι να κάνουν σφάλματα. γράψε ~, όταν κάποιος παραδέχεται ότι έσφαλε. 1. ενέργεια ή παράλειψη που έρχεται σε αντίθεση προς τους ισχύοντες κανόνες της ηθικής, της κοινωνικής συμπεριφοράς: Διέπραξε ασυγχώρητα λάθη. Πληρώνει για τα λάθη του παρελθόντος του. Ομολογώ το ~ μου. Ήταν ~ μου που της μίλησα άσχημα. Στη ζωή πρέπει να μάθει κανείς να ξεχωρίζει το σωστό από το ~. Πέφτω σε λάθη. 2. ενέργεια άστοχη, αδέξια, ανεπιτυχής ή παράλειψη: α. που οφείλεται σε κακή κρίση, εκτίμηση, απόφαση κτλ.: Λάθη στην εξωτερική / στην οικονομική πολιτική. Λάθη τακτικής / χειρισμών. Ήταν ~ της που τον παντρεύτηκε. Ένα ~ της άμυνας στέρησε τη νίκη από την ομάδα. β. που οφείλεται σε παρεξήγηση, άγνοια, ελλιπή γνώση ή κατανόηση κτλ.: Kάποιο ~ κάνετε, εδώ δεν είναι γραφείο. Έκανα ~ στον αριθμό / στη διεύθυνση / στο δρόμο. Λάθη άγνοιας / απροσεξίας. γ. που συνιστά υπαιτιότητα, φταίξιμο: Aπό ~ του χάσαμε το αεροπλάνο. Tο ~ σου μου στοίχισε ακριβά. Δικό μου είναι το ~ και το παραδέχομαι. Ψάξε να βρεις ποιανού ήταν το ~. 3. ενέργεια που συνιστά παρέκκλιση: α. από έναν κανόνα (της επιστήμης, της τέχνης, της τεχνικής κτλ.): Ορθογραφικό / γραμματικό / συντακτικό / τυπογραφικό ~. Έγιναν λάθη στην υπαγόρευση. Tο κείμενο είναι γεμάτο λάθη. β. από έναν υπολογισμό: Λογιστικό ~. Έγιναν λάθη στις πράξεις / στους υπολογισμούς. || διάσταση ανάμεσα στην ακριβή αξία ενός μεγέθους και στην υπολογισμένη: Aπόλυτο / σχετικό / συστηματικό ~. 4. (ως επίθ.) που είναι λανθασμένος, εσφαλμένος: ~ κίνηση / απάντηση / κατεύθυνση / μέθοδος / εκτίμηση / υπολογισμός / πρόβλεψη. ~ δρόμο πήραμε. Πήγε σε ~ διεύθυνση. ΦΡ χτυπώ ~ πόρτα*. 5. (ως επίρρ.) με τρόπο που δεν είναι ορθός, κανονικός: ~ κατάλαβες / υπολόγισες. ~ έλυσες το πρόβλημα. Tο ρολόι πάει ~. λαθάκι το YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. λάθος `ξεχασιά΄ (η σημερ. σημ. μσν.) < ρ. λανθάνω (αναδρ. σχημ.) με βάση το συνοπτ. θ. λαθ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες