Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κώλον
1 εγγραφή
κώλον το [kólon] Ο : (λόγ.) το τμήμα της περιόδου που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άνω τελείες ή ανάμεσα σε άνω και κάτω τελεία ή ανάμεσα σε κάτω και άνω τελεία.

[λόγ. < αρχ. κῶλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες