Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κύων ο [kíon] Ο γεν. κυνός, αιτ. κύνα, πληθ. κύνες, γεν. κυνών : 1. (λόγ.) σκύλος: Ποιμενικός* ~. ΦΡ τα άγια* τοις κυσί. 2. (αστρον.) Kύων, ονομασία δύο αστερισμών: Mικρός / Mεγάλος ~.
[λόγ. < αρχ. κύων, Κύων]