Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύτταρο
8 εγγραφές [1 - 8]
κύτταρο το [kítaro] Ο40 : 1. (βιολ.) η βασική μορφολογική και λειτουργική μονάδα κάθε ζωντανού οργανισμού: Mεμβράνη / πρωτόπλασμα / πυρήνας του κυττάρου. Nευρικά κύτταρα. Aνώμαλα / κακοήθη κύτταρα. Yπάρχουν οργανισμοί που αποτελούνται από ένα μόνο ~. 2. (μτφ.) το βασικό, το πρωταρχικό στοιχείο ενός οργανωμένου συνόλου: H οικογένεια είναι το ~ της κοινωνίας.

[λόγ. < αρχ. κύτταρον (& κύτταρος, ὁ) `κελί κυψέλης΄ σημδ. γαλλ. cellule]

κυτταρο- [itaro] & κυτταρό- [itaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κυτταρ- [itar], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (βιολ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στην έννοια του κυττάρου: κυτταραιμία· ~διαγνωστική, ~παθολογία, ~τομία. || συχνά εναλλάσσεται με το κυτο-: ~γενής, κυτταρόπλασμα, ~σφαιρίνη, ~τοξίνη.

[λόγ. κυτταρο- θ. του αρχ. κύτταρο(ν) (δες λ.) ως α' συνθ. μτφρδ. γαλλ. cellul- & γερμ. Zyto- & αγγλ. cyto-: κυτταρο-λογία < γερμ. Zytologie]

κυτταροβλάστη η [kitarovlásti] Ο30 : (βιολ.) ο πυρήνας του κυττάρου.

[λόγ. κυτταρο- + αρχ. βλαστ(ός) -η μτφρδ. γερμ. Zytoblast (Zyto- < αρχ. κύτο(ς) + -blast < αρχ. βλαστός)]

κυτταρογένεση η [kitarojénesi] Ο33 : (βιολ.) η δημιουργία νέων κυττάρων.

[λόγ. κυτταρο- + γένε(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Zytogonie (Zyto- < αρχ. κύτο(ς) + -gonie = -γονία)]

κυτταρολογία η [kitarolojía] Ο25 : κλάδος της βιολογίας ο οποίος μελετά το ζωντανό κύτταρο, δηλαδή τη μορφή, τη δομή, τις φυσικές, χημικές και φυσιολογικές ιδιότητές του, καθώς και την εξέλιξή του.

[λόγ. κυτταρο- + -λογία μτφρδ. γερμ. Zytologie (Zyto- < αρχ. κύτο(ς) + -logie = -λογία)]

κυτταρολογικός -ή -ό [kitarolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην κυτταρολογία, που είναι σχετικός με αυτήν: Kυτταρολογικές εξετάσεις.

[λόγ. κυτταρολογ(ία) -ικός]

κυτταρολόγος ο [kitarolóγos] Ο18 θηλ. κυτταρολόγος [kitarolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στην κυτταρολογία.

[λόγ. κυτταρο(λογία) -λόγος μτφρδ. γερμ. Zytologe (Zyto- < αρχ. κύτο(ς) + -loge = -λόγος)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

κυτταροστατικός -ή -ό [kitarostatikós] Ε1 : που αναστέλλει την ανώμαλη αύξηση των κυττάρων: Kυτταροστατικά φάρμακα.

[λόγ. κυτταρο- + στατικός μτφρδ. αγγλ. cytostatic (cyto- < αρχ. κύτο(ς) + static < αρχ. στατικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες