Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύκνος
1 εγγραφή
κύκνος ο [kíknos] Ο18 : γένος και κοινή ονομασία μεγαλόσωμων νηκτικών πτηνών που ζουν σε αβαθείς λίμνες, με κύρια χαρακτηριστικά τον πολύ μακρύ λαιμό, το κατάλευκο φτέρωμα, τη χάρη, την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια: «H Λίμνη των κύκνων», μουσικό έργο του Tσαϊκόφσκι. (έκφρ.) λαιμός κύκνου, για μακρύ, λεπτό και καλλίγραμμο λαιμό.

[λόγ. < αρχ. κύκνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες