Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κότσι
2 εγγραφές [1 - 2]
κότσι το [kótsi] Ο44 : 1. (οικ.) ο αστράγαλος, ιδίως των ζώων. || σε ΦΡ με τη σημασία της φυσικής ή ηθικής αντοχής σε κτ.: δε βαστούν τα κότσια μου. αν έχεις κότσια. δεν έχει κότσια. θέλει (γερά) κότσια αυτή η δουλειά. || (πληθ.) παλιό παιδικό παιχνίδι. 2. οστέινο εξόγκωμα, παραμόρφωση που παρατηρείται συνήθ. στα άκρα. 3. τμήμα σφαγίου που αντιστοιχεί στο μυώδες τμήμα της κνήμης του ζώου.

[μσν. κότσι(ν) < κόττιον `αστράγαλος΄ ίσως < ελνστ. κόττ(ος) `κύβος΄ (δες στο κοτώ), επειδή χρησιμοποιόταν ως τυχερό παιχνίδι, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi], ή < σλαβ. kost `κόκαλο΄ -ιον και αντιμετάθ. των συμφ.]

κοτσίδα η [kotsíδa] Ο26 : είδος χτενίσματος για μακριά μαλλιά, όπου τρεις τούφες πλέκονται και συγκρατιούνται στην άκρη με κορδέλα, κοκαλάκι κτλ.· πλεξίδα: Έκανε τα μαλλιά της κοτσίδες / μια χοντρή ~. || για κτ. που είναι πλεγμένο σαν κοτσίδα. κοτσιδούλα η YΠΟKΟΡ. κοτσιδάκι το YΠΟKΟΡ.

[ίσως *κοτίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] < αρχ. (δωρ. διάλ.) κοττίς, αιτ. -ίδα `κεφάλι΄ ή < σλαβ. kositsa ( [-sí-] ) `πλεξούδα΄ (δες και κότσοςκοτσίδ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες