Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κότινος
1 εγγραφή
κότινος ο [kótinos] Ο20 : 1. κλαδί αγριελιάς με το οποίο στεφάνωναν τους νικητές των ολυμπιακών αγώνων κατά την αρχαιότητα. 2. (μτφ.) ηθική επιβράβευση μιας προσπάθειας: Aγωνίζεται για τον κότινο και μόνο.

[λόγ. < αρχ. κότινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες