Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλο-
1 εγγραφή
κωλο- [kolo] & κωλό- [koló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κωλ- [kol], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. (προφ.) με αναφορά στα οπίσθια συνήθ. του ανθρώπου κυριολεκτικά ή συνεκδοχικά: κωλάντερο, ~μέρι, κωλόχαρτο, ~τσέπη. || ~φωτιά. || (προφ., μτφ.) ~βαράω. 2. (προφ.) σε σύνθετα: α. που χαρακτηρίζουν μειωτικά, υβριστικά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: ~εφημερίδα, ~περιοδικό, κωλόσπιτο, ~φυλλάδα, κωλόφυλλο· κωλόπαιδο και ~παίδι. β. (σπάν.) αποδίδουν θετικό χαρακτηρισμό: ~πετσωμένος.

[μσν. κωλ(ο)- θ. του ουσ. κώλ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κωλό-πανον, κωλο-σέρνω `σέρνω κπ. με τον κώλο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες