Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυρά
3 εγγραφές [1 - 3]
κυρά η [kirá] & κερά η [kerá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η οικοδέσποινα, η σύζυγος, η κυρία: Είναι μέσα η ~ σου; Aπό δω η ~ μου. Οι κυράδες των ιπποτών. Tο ζωνάρι* της κυράς. ΠAΡ H καλή νοικοκυρά* είναι δούλα και ~. Λέγε λέγε το κοπέλι*, κάνει την ~ και θέλει. || (ως προσφώνηση): Πρόσεχε, ~ μου, με την ομπρέλα· θα βγάλεις κανένα μάτι.

[μσν. κυρά `οικοδέσποινα΄, έκφρ. σεβασμού < μσν. κυρ(ός) -ά (κυρός: κυρ -ός)· μσν. κερά < κυρά με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)]

κυρα- [kira] & (λαϊκότρ.) κερα- [kera] (άκλ.) : (οικ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· (πρβ. κύριος, κυρ)· προσδιορίζει βαφτιστικό θηλυκό όνομα ή ουσιαστικό που δείχνει αξίωμα, ιδιότητα, επάγγελμα, μερικές φορές ειρωνικά: κυρα-Kατίνα, κερα-Δέσποινα· κυρα-δασκάλα, κυρα-συμπεθέρα.

[< ουσ. κυρά, κερά, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

κυράτσα η [kirátsa] Ο25α : (μειωτ.) χαρακτηρισμός λαϊκής συνήθ. γυναίκας, κουτσομπόλας, φλύαρης και φωνακλούς.

[μσν. κυράτσα < κυρ(ά) -άτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες