Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυλώ
1 εγγραφή
κυλώ [kiló] & -άω Ρ10.1α : 1. για κτ. που κινείται προς τα εμπρός με περιστροφή γύρω από τον εαυτό του και με ομαλή μη διακοπτόμενη κίνηση, λόγω κυρίως της αποστρογγυλεμένης μορφής του: Tα παιδιά κυλούσαν σιδερένια στεφάνια. Tο νόμισμα κύλησε κάτω από το τραπέζι. Ένας βράχος κύλησε από την πλαγιά του βουνού. ΠAΡ Πέτρα που κυλά χόρτο δεν πιάνει, η δράση και η κινητικότητα αποτρέπουν την αποτελμάτωση. Kύλησε ο τέντζερης* και βρήκε το καπάκι. || για όχημα ή γενικά για κτ. που κινείται με ρόδες: Tο τρένο κυλάει αργά πάνω στις ράγες. Οι μαμάδες κυλούσαν καροτσάκια με μωρά. 2. για υγρά που κινούνται σε μια επιφάνεια που παρουσιάζει μικρή κλίση: Ο Πηνειός κυλάει ήρεμα μέσα από το θεσσαλικό κάμπο. Σταγόνες βροχής κυλούσαν στο τζάμι. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της / στο πρόσωπό της. ΦΡ κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι*. 3. (μτφ.) για κτ. που έχει απρόσκοπτη, ομαλή ροή: Tα χρόνια κύλησαν γρήγορα. Θα κυλήσει ο καιρός χωρίς να το καταλάβεις. Tο κείμε νο κυλάει. H συζήτηση / η βραδιά κύλησε ήρεμα.

[μσν. κυλώ < αρχ. κυλίω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κυλισ- κατά το σχ.: μιλησ- (εμίλησα) - μιλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες