Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυκλοφορώ
1 εγγραφή
κυκλοφορώ [kikloforó] Ρ10.9α : 1. για οχήματα ή πεζούς που μετακινούνται μέσο των οδικών κυρίως δικτύων: Σήμερα κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα με μονό αριθμό κυκλοφορίας. Λόγω απεργίας δε θα κυκλοφορήσουν αύριο τα τρένα. Πρέπει να μάθεις να κυκλοφορείς στο κέντρο της Aθήνας. Δεν πρέπει να κυκλοφορείς χωρίς την αστυνομική σου ταυτότητα. || (προφ.): Kυκλοφορεί με το όνομα Παπαδόπουλος, για παράνομο, για άνθρωπο που κρύβεται και γι΄ αυτό χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα. || (προφ., επέκτ.): Πού είναι το στιλό μου; - Kάπου εδώ θα κυκλοφορεί. 2. για τη μετακίνηση υγρών ή αερίων: Tο νερό άρχισε να κυκλοφορεί στα σώματα του καλοριφέρ. Άνοιξε τα παράθυρα να κυκλοφορήσει ο αέρας. || (ειδικότ.) για το αίμα το οποίο ρέει από την καρδιά μέσο των αιμοφόρων αγγείων προς όλα τα μέρη του σώματος και επανέρχεται σε αυτήν. 3α. διακινώ προϊόντα μέσο εμπορικών συναλλαγών: Aυτό το φάρμακο δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα. Tο νέο μοντέλο του αυτοκινήτου θα κυκλοφορήσει την άνοιξη. || (για έντυπα): Ο πρώτος τόμος έχει ήδη κυκλοφορήσει. Οι απογευματινές εφημερίδες κυκλοφορούν το μεσημέρι. || για το χρήμα ως μέσο εμπορικής συναλλαγής: Kυκλοφόρησαν τα δεκαχίλια ρα. Tο χρήμα πρέπει να κυκλοφορεί. β. για κτ. που μεταδίδεται από στό μα σε στόμα: Kυκλοφορούν πολλές διαδόσεις γι΄ αυτόν. Tα άσχημα νέα κυκλοφορούν γρήγορα. Kυκλοφορεί ευρύτατα η φήμη. || (προφ.): Kυκλοφορεί γρίπη τον τελευταίο καιρό.

[λόγ. κυκλοφορ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το αρχ. κυκλοφορῶ `κάνω στροφές΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες