Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυστάλλινος
1 εγγραφή
κρυστάλλινος -η -ο [kristálinos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος από κρύσταλλο: Kρυστάλλινα ποτήρια. ~ πολυέλαιος. 2. (μτφ.) α. που έχει τη διαφάνεια, τη διαύγεια και την καθαρότητα του κρυστάλλου: Kρυστάλλινα νερά. Kρυστάλλινη πηγή. || για ήχο καθαρό, όπως ο ήχος του κρυστάλλου: Kρυστάλλινη φωνή. Kρυστάλλινα γέλια. β. που είναι απόλυτα σαφής και ειλικρινής: Kρυστάλλινες απόψεις / θέσεις.

[λόγ.: 1: αρχ. κρυστάλλινος `που αποτελείται από κρύσταλλο (δες λ.)· 2: σημδ. γαλλ. cristal & αγγλ. crystal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες