Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κροντήρι το [krondíri] Ο44 : (λογοτ.) κρατήρας 2.
[μσν. κροντήρι(ο)ν < κρυωτήριον `που κρυώνει (το νερό)΄ < κρυώ(νω) -τήρι(ον) με αποφυγή της χασμ. και ηχηροπ. του μεσοφ. [t] ]