Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρησαρίζω
1 εγγραφή
κρησαρίζω [krisarízo] -ομαι Ρ2.1 : κοσκινίζω το αλεύρι με την κρησάρα.

[μσν. *κρησαρίζω (πρβ. μσν. κρησαρισμένος) < κρησάρ(α) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες