Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούτσουρο
1 εγγραφή
κούτσουρο το [kútsuro] Ο41 : 1α. μεγάλο κομμάτι από κορμό δέντρου ο οποίος έχει ξεραθεί και τεμαχιστεί: Kάθισε πάνω σ΄ ένα ~. || χοντρό καυσόξυλο: Tα κούτσουρα τριζοβολούσαν στο τζάκι. Έριξε ένα ~ στη φωτιά. β. δέντρο ή φυτό που έχει ξεραθεί: ~ έγινε η λεμονιά. 2. (μτφ., οικ.) α. ως παρομοίωση για κτ. βαρύ, ακίνητο ή απονεκρωμένο: Kοιμήθηκα σαν ~, πολύ και βαθιά. Στέκεται σαν ~, ακίνητος και απαθής. Έμεινε σαν το ~, μόνος και έρημος στη ζωή. Kούτσουρα είναι τα χέρια μου, βαριά από την κούραση. β. (μειωτ.) μαθητής χωρίς ιδιαίτερη ευστροφία και επίδοση στα μαθήματα, ανεπίδεκτος μαθήσεως: Έμεινε στην ίδια τάξη, γιατί ήταν ~. Όλα τα κούτσουρα κάθισαν στα τελευταία θρανία. || άνθρωπος αγράμματος: Δεν πήγα σχολείο και έμεινα ~. κουτσουράκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2β.

[μσν. κούτσουρον ίσως < *κόψουρον `με κομμένη ουρά΄ < θ. κοψ- (κόπτω, κόβω) + ουρ(ά) -ον (σύγκρ. κουτσο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες