Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουστωδία η [kustoδía] Ο25 : (ειρ.) χαρακτηρισμός των ατόμων που συνοδεύουν κπ. είτε ως επίσημη συνοδεία είτε ως παρέα.
[λόγ. < ελνστ. κουστωδία < λατ. custodia (-ia = -ία)]