Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρσάρος
1 εγγραφή
κουρσάρος ο [kursáros] Ο18 : πειρατής1.

[μσν. κουρσάρος < ιταλ. corsaro ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες