Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρούνα
1 εγγραφή
κουρούνα η [kurúna] Ο25 : είδος πουλιού που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το κοράκι, είναι μικρότερο σε μέγεθος και έχει μαύρο γυαλιστερό φτέρωμα.

[μσν. κουρούνα < αρχ. κορών(η) μεταπλ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες