Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρέας
1 εγγραφή
κουρέας ο [kuréas] Ο21 : αυτός που έχει ως επάγγελμα το κόψιμο των μαλλιών των ανδρών, το ξύρισμα και γενικά την περιποίηση του ανδρικού κεφαλιού.

[λόγ. < αρχ. κουρεύς, αιτ. -έα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες