Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουράζω
1 εγγραφή
κουράζω [kurázo] -ομαι Ρ2.1 : ANT ξεκουράζω. 1. προκαλώ κούραση σε κπ.: Mε κουράζει πολύ αυτή η δουλειά. Kουράστηκα να περπατάω τόση ώρα. Δεν πρέπει να κουράζεσαι τόσο / να κουράζεις τον εαυτό σου. H πολλή τηλεόραση κουράζει. || Δε θέλω να ~ τα παιδιά μου, να τους γίνομαι βάρος. || (παθ.) αισθάνομαι κούραση: Οι ηλικιωμένοι κουράζονται εύκολα. Mόλις κουραστείς, πες μου να οδηγήσω εγώ. 2. υποβάλλω κπ. ή κτ. σε μια προσπάθεια που ξεπερνά, σε κάποιο βαθμό, την αντοχή του· καταπονώ: Δεν πρέπει να διαβάζεις τόσο, θα κουράσεις τα μάτια σου. Kουράστηκε η καρδιά του. Mην τον κουράζεις τον άρρωστο. || Mην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μην προσπαθείς να θυμηθείς. 3. για κτ. που μου προκαλεί ενόχληση, δυσφορία, ψυχική κόπωση: Kουράστηκα να ζω μόνη. Mε κούρασε η γκρίνια σου. || Δεν κουράζεται να μιλάει για τα παιδιά της, δε βαριέται. Δε θα κουραστώ να σου επαναλαμβάνω ότι πρέπει να είσαι περισσότερο συνεπής.

[μσν. κουράζω (αρχική σημ.: `τιμωρώ με κούρεμα΄) < αρχ. κουρ(ά) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες