Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουνιάδος
1 εγγραφή
κουνιάδος ο [kunáδos] Ο18 θηλ. κουνιάδα [kunáδa] Ο26 : ο αδελφός του συζύγου ή της συζύγου κάποιου· (πρβ. αντράδελφος, γυναικάδελφος).

[μσν. κουνιάδος < βεν. *cugniado , cugnada]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες