Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουμπάρος
1 εγγραφή
κουμπάρος ο [kumbáros] Ο18 θηλ. κουμπάρα [kumbára] Ο25 : 1. αυτός που κατά την τελετή του γάμου αλλάζει τα στέφανα στο νέο ζευγάρι· παράνυμφος. || αυτός που κατά την τελετή του πολιτικού γάμου παρίσταται στο δημαρχείο ως μάρτυρας. ΠAΡ ΦΡ (παντρεύομαι) με παπά* και με κουμπάρο. 2. αυτός που βαφτίζει το παιδί κάποιου, σε σχέση με τους γονείς του παιδιού· ανάδοχος, νονός. 3. (λαϊκότρ.) φιλική προσφώνηση συνήθ. σε άγνωστο: Tι ώρα είναι κουμπάρε; (έκφρ.) παίζουμε τις κουμπάρες, για κοριτσάκια που, παίζοντας, παριστάνουν τις νοικοκυρές, και ως ΦΡ για επιπόλαιη και ανώριμη αντιμετώπιση ενός σοβαρού θέματος: Tις κουμπάρες θα παίζουμε τώρα;, κοροϊδευόμαστε; κουμπαρούλης ο θηλ. κουμπαρούλα YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουμπάρος < ιταλ. compar(e) (στις σημ. 2, 3) -ος ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] )· κουμπά ρ(ος) -α· κουμπάρ(ος) -ούλης· κουμπαρούλ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες