Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουλάκος
1 εγγραφή
κουλάκος ο [kulákos] Ο18 : στην τσαρική Ρωσία, εύπορος χωρικός, μικρός γαιοκτήμονας.

[λόγ. < ρωσ. kulak -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες