Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουζίνα
1 εγγραφή
κουζίνα η [kuzína] Ο25 : 1. ο χώρος του σπιτιού όπου γίνεται η προετοιμασία και το μαγείρεμα του φαγητού: Mεγάλη / φωτεινή ~. Tραπέζι / καρέκλες κουζίνας. Έπιπλα / σκεύη κουζίνας. Συνήθως τρώμε στην ~. 2. ειδική συσκευή με εστίες και φούρνο, όπου γίνεται το μαγείρεμα: Hλεκτρική ~. ~ γκαζιού / υγραερίου. 3. η τέχνη της παρασκευής του φαγητού· σύνολο από γνώσεις, κανόνες και τεχνικές που αφορούν το μαγείρεμα· η μαγειρική: Φημίζεται για την ~ της. Γαλλική / ανατολίτικη ~. κουζινίτσα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. κουζινούλα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. κουζινάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2.

[βεν. cusina· κουζίν(α) -ίτσα, -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες