Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοτσανι
1 εγγραφή
κοτσάνι το [kotsáni] Ο44 : λεπτό στέλεχος το οποίο συνδέει ένα φύλλο, ένα άνθος ή έναν καρπό με τον κυρίως βλαστό· μίσχος: Kοντά / μακριά κοτσάνια. Έφαγε το αχλάδι με το ~. (έκφρ.) έφαγε και τα κοτσάνια, για υπερβολική όρεξη. || (προφ., ως επίρρ.) πολύ ωραία, εξαιρετικά, κυρίως στις ΦΡ (την) περνώ ~. τη βγάζω ~. κοτσανάκι το YΠΟKΟΡ.

[σλαβ. kocan ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες