Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοτσαδόρος
1 εγγραφή
κοτσαδόρος ο [kotsaδóros] Ο18 : πρόσθετο εξάρτημα σε ένα όχημα, είδος άγκιστρου στο οποίο προσδένεται ένα άλλο όχημα με σκοπό να ρυμουλκηθεί.

[κοτσ(άρω) -αδόρος, κατά τα σουλατσαδόρος, γρασαδόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες