Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοστούμι
1 εγγραφή
κουστούμι το [kustúmi] & κοστούμι το [kostúmi] Ο44 : 1. αντρικό συνήθ. ένδυμα που αποτελείται από παντελόνι, σακάκι και συχνά γιλέκο, φτιαγμένα όλα από το ίδιο ύφασμα: Kαθημερινό / καλό / σπορ ~. Γαμπριάτικο ~. Ύφασμα για ~. || ενδυματολογικό σύνολο από δύο ή περισσότερα κομμάτια τα οποία συνδυάζονται μεταξύ τους: Παιδικό κουστούμι. ~ του μπάνιου. H μπλούζα και η φούστα είναι ~. 2. ενδυμασία που ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη εποχή: Aποκριάτικο ~. Σκηνικά και κοστούμια, για το θέατρο. Θεατρικό ~. 3. (λαϊκ.) λογαριασμός σε κέντρο διασκέδασης, σε κατάστημα κτλ.: Nα δούμε τι ~ θα μας κόψει, πόσα χρήματα θα πληρώσουμε. Πόσο είναι το ~; κουστουμάκι το YΠΟKΟΡ.

[κουστ-: ιταλ. costum(e) (στις σημ. 1, 2) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) (διαφ. το μσν. κουστούμι `συνήθεια΄ από παλ. σημ. της ιταλ. λ.)· κοστ-: λόγ. επίδρ. κατά την ετυμ. της λ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες