Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσμοϊστορικός
1 εγγραφή
κοσμοϊστορικός -ή -ό [kozmoistorikós] Ε1 : για πολύ σημαντικά γεγονότα, που δίνουν άλλη τροπή στην πορεία και την εξέλιξη όλου του κόσμου, που αλλάζουν το ρου της ιστορίας: Γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας. Kοσμοϊστορικό γεγονός.

[λόγ. κοσμο- + ιστορικός μτφρδ. γερμ. weltgeschichtlich]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες