Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσμοναύτης
1 εγγραφή
κοσμοναύτης ο [kozmonáftis] Ο10 : μέλος του πληρώματος ενός διαστημοπλοίου· αστροναύτης.

[λόγ. < γαλλ. cosmonaute < cosmo- = κοσμο- + αρχ. ναύτης ή μέσω του ρωσ. kosmonavt]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες