Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοσμοκρατορία η [kozmokratoría] Ο25 : η κυριαρχία ενός κράτους επάνω σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόσμου και η εξουσία την οποία ασκεί σε αυτό: H ~ του Mεγάλου Aλεξάνδρου.
[λόγ. < μσν. κοσμοκρατορία < κοσμοκρατορ- (δες κοσμοκράτορας) -ία]