Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοσα
1 εγγραφή
κόσα η [kósa] Ο25α : κοπτικό εργαλείο για το κόψιμο των χόρτων που αποτελείται από μακριά λάμα ελαφρά κυρτή, στερεωμένη σε ένα πολύ μακρύ ξύλο.

[σλαβ. kos (;), πρβ. βουλγ. kosa ( [-sá] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες