Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορμοστασιά
1 εγγραφή
κορμοστασιά η [kormostasxá] Ο24 : η στάση ενός καλοσχηματισμένου ανθρώπινου σώματος είτε ακίνητου είτε κατά τη βάδιση· το παράστημα: Έχει ωραία ~.

[κορμ(ί) -ο- + στάσ(η) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες