Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορακιάζω
1 εγγραφή
κορακιάζω [korakázo] Ρ2.1α μππ. κορακιασμένος : (οικ.) διψάω υπερβολικά.

[κόρακ(ας) -ιάζω (από την εντύπωση που προξενεί η κραυγή του) ή τουρκ. kurak `στεγνός, ξερός΄ -ιάζω, παρετυμ. κοράκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες