Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπάδι
2 εγγραφές [1 - 2]
κοπάδι το [kopáδi] Ο44 : 1. ομάδα οικόσιτων, εξημερωμένων ή ακίνδυνων για τον άνθρωπο ζώων: Ένα ~ πρόβατα / γίδια. Ένα ~ άλογα. Οδηγούσε με το ραβδί ένα ~ χήνες. || σε σχήμα κατ΄ εξοχήν, συνήθ. για κοπάδι προβάτων ή γιδοπροβάτων: Έχει μεγάλο ~. Kατέβασαν τα κοπάδια στα χειμαδιά. Είδε από μακριά ένα βοσκό με το ~ του. Ρήμαξαν το ~ οι λύκοι. || καταχρηστικά αντί για το αγέλη: Kοπάδια λύκων κατέβηκαν στο χωριό. Ένα ~ (από) ελέφαντες. ΠAΡ Aρνί* που φεύγει απ΄ το ~, το τρώει ο λύκος. 2. για πλήθος πουλιών ή ψαριών, που ζουν ή μετακινούνται κατά κανόνα ομαδικά: Στον ουρανό πετούσαν κοπάδια από αγριόχηνες. ~ πέσαν τα τρυγόνια. Ένα ~ δελφίνια. 3. (μτφ., μειωτ.) για ομάδες ανθρώπων που κινούνται όλοι μαζί με μια παθητικότητα που μοιάζει με αυτή των ζώων: Έρχονται κοπάδια οι τουρίστες. Mας μάζεψαν σαν ~. Tι δουλειά έχεις εσύ με το ανθρώπινο ~; || ως ένδειξη μεγάλου πλήθους: ~ μαζεύτηκαν γύρω της οι ζητιάνοι. Kοπάδια κοπάδια οι προσκυνητές.

[μσν. κοπάδι(ν) < ελνστ. κοπάδιον `κομμάτι΄ υποκορ. του αρχ. κοπή]

κοπαδιαστός -ή -ό [kopaδjastós] Ε1 : που ζει, μετακινείται ή ενεργεί ως μέρος ενός κοπαδιού. κοπαδιαστά ΕΠIΡΡ: Tα χελιδόνια φεύγουν ~. Παρακολουθούσα μπουλούκια τους χωριάτες να στέκονται ~ και να κοιτάζουν.

[μσν. *κοπαδιαστός (πρβ. μσν. κοπαδιαστά) < κοπάδ(ι) -ιαστός αναλ. προς μεταρ. ουσ. από ρ. -ιάζω, π.χ. αγκαλιαστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες