Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονσόλα
1 εγγραφή
κονσόλα η [konsóla] Ο25 : 1. είδος τραπεζιού που ακουμπά στον τοίχο και στηρίζεται σε δύο πόδια: Πάνω από την ~ έβαλα έναν καθρέφτη. 2. ειδικό έδρανο εξοπλισμένο με διάφορα όργανα για το χειρισμό ή τον έλεγχο ηλεκτρονικών συσκευών, μηχανολογικών εγκαταστάσεων κτλ.: H ~ του ήχου. 3. το ταμπλό του αυτοκινήτου.

[λόγ.: 1: γαλλ. consol(e) -α· 2: αγγλ. consol(e) -α· 3: αγγλ. consol(e) (για ταμπλό αεροπλάνων) ή σημδ. panel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες