Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομπόδεμα το [kombóδema] Ο49 : (οικ.) χρήματα τα οποία έχει αποταμιεύσει κάποιος, συνήθ. με κόπους και θυσίες και που τα κρατάει κρυφά από τους άλλους: Kατάφερε και έκανε καλό ~. Έχει γερό ~, είναι πλούσιος.
[μσν. κομπόδεμα < κομποδέ(νω) -μα]