Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπόδεμα
1 εγγραφή
κομπόδεμα το [kombóδema] Ο49 : (οικ.) χρήματα τα οποία έχει αποταμιεύσει κάποιος, συνήθ. με κόπους και θυσίες και που τα κρατάει κρυφά από τους άλλους: Kατάφερε και έκανε καλό ~. Έχει γερό ~, είναι πλούσιος.

[μσν. κομπόδεμα < κομποδέ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες