Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπαζω
1 εγγραφή
κομπάζω [kombázo] Ρ2.1α : καμαρώνω για ανύπαρκτα συνήθ. προτερήματα, επιτεύγματα ή επιτυχίες μου με τρόπο υπερβολικό και προκλητικό· καυχιέμαι, κομπορρημονώ.

[λόγ. < αρχ. κομπάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες