Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομμωτής
1 εγγραφή
κομμωτής ο [komotís] Ο7 θηλ. κομμώτρια [komótria] Ο27 : επαγγελματίας που είναι ειδικός στις γυναικείες κομμώσεις. κομμωτριούλα η YΠΟKΟΡ 1. νεαρή κομμώτρια. 2. (μειωτ.) ασήμαντη ή αδέξια κομμώτρια.

[λόγ. < ελνστ. κομμωτής· λόγ. κομμω(τής) -τρια· κομμώτρι(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες