Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κομάντο ο [komándo] Ο (άκλ.) & κομάντος ο [komándos] Ο (άκλ.) & κομάντο το [komándo] Ο (άκλ.) προφ. πληθ. και κομάντα : στρατιώτης ο οποίος ανήκει σε στρατιωτικό σχηματισμό μικρής δύναμης και είναι εκπαιδευμένος στην εκτέλεση ειδικών, συνήθ. επικίνδυνων αποστολών (αιφνιδιασμούς, δολιοφθορές, ανατινάξεις κτλ.). || άνδρας που ανήκει σε ανάλογο στρατιωτικά οργανωμένο σώμα: Kομάντος τρομοκρατικής οργάνωσης έκαναν επίθεση στο αεροδρόμιο.
[λόγ. < αγγλ. commando & πληθ. commandos < ολλανδ. kommando `ομάδα πολιτοφυλακής΄]