Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολούμπρα
1 εγγραφή
κολούμπρα η [kolúmbra] Ο25 : (προφ.) κυρίως στις εκφράσεις παθαίνω / με πιάνει ~, δοκιμάζω έντονο (δυσάρεστο ή ευχάριστο) συναίσθημα, παθαίνω σοκ.· ΣYN ΦΡ παθαίνω πλάκα.

[λατ. colubra `(θηλυκό) φίδι΄, πρβ. φρ. quas tu edes colubras? `τι φίδια θα βγάλεις απ΄ το στόμα σου;΄, δηλ. “είσαι τρελός;”]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες