Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολαούζος ο [kolaúzos] Ο18 : 1. (λαϊκότρ.) ο οδηγός σε μια πορεία, αυτός που δείχνει το δρόμο. ΠAΡ Xωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει, για κτ. αυτονόητο και πασιφανές. 2. άνθρωπος φορτικός, προσκολλημένος σε κπ. συνήθ. ανώτερό του, που τον ακολουθεί πάντα και του προσφέρει τις υπηρεσίες του: Mου έχει γίνει ~. Ο ~ του τάδε.
[τουρκ. kιlavuz -ος (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ., με τροπή [ı > i > o] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]