Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κνίσα
1 εγγραφή
κνίσα η [knísa] Ο25 : μυρωδιά και καπνός από κρέας που ψήνεται· τσίκνα.

[λόγ. < αρχ. κνῖσα (συνήθ. από θυσία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες