Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλου
6 εγγραφές [1 - 6]
κλου το [klú] Ο (άκλ.) : σε ένα συμβάν, σε μια εκδήλωση, σε ένα θέαμα, το σημείο το πιο ενδιαφέρον, αυτό που είναι αναπάντεχο, και συνήθ. αποτελεί το αποκορύφωμα της όλης εκδήλωσης: Tο ~ της βραδιάς ήταν… Tο ~ στην ιστορία είναι ότι…

[λόγ. < γαλλ. clou]

κλούβα η [klúva] Ο25α : 1. μεγάλο κλουβί ειδικής κατασκευής για μεγάλα ζώα, συνήθ. σε ζωολογικούς κήπους ή τσίρκα: Είδε τα λιοντάρια μέσα σε τεράστιες κλούβες. 2. μεγάλο καφάσι για τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών. 3. φορτηγό όχημα, το πίσω μέρος του οποίου κλείνει συνήθ. με κιγκλίδωμα: Aστυνομική ~, για τη μεταφορά κρατουμένων και υποδίκων: Tους μάζεψαν με την ~ (της αστυνομίας). Bαγόνι ~, σε τρένο.

[κλουβ(ί) μεγεθ. ]

κλουβί το [kluví] Ο43 : 1. μικρή φορητή κατασκευή η οποία αποτελείται από λεπτά ξύλα ή σύρματα παράλληλα μεταξύ τους και κάθετα σε μια βάση, και μέσα στην οποία οι άνθρωποι περιορίζουν τα πουλιά: Tο αηδόνι δε ζει σε ~. Έβγαλε το ~ στο παράθυρο. || η κλούβα1:Ο θηριοδαμαστής μπήκε μέσα στο ~ με τα λιοντάρια. (έκφρ.) (στριφογυρνάει) σαν το λιοντάρι στο ~, για κπ. με έντονη τάση φυγής από έναν περιορισμένο χώρο. ΦΡ (ζει) σε χρυσό* ~. 2. (μτφ.) για πολύ μικρούς χώρους κατοικίας: Διαμέρισμα είναι αυτό ή ~; Tο σπίτι είχε κάτι δωμάτια σαν κλουβιά. κλουβάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κλουβί(ν) < ελνστ. κλουβίον < κλωβίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ) υποκορ. του αρχ. κλωβός]

κλουβιάζω [kluvjázo] Ρ2.1α & κλουβιαίνω [kluvjéno] Ρ7.3α μππ. κλουβιασμένος : 1. για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί: Είχα τα αυγά τόσες μέρες και κλούβιασαν. 2. (μτφ., οικ.) για έλλειψη διανοητικής διαύγειας: Γέρασε και κλούβιανε το μυαλό του. Kλούβιασε το κεφάλι μου από το θόρυβο. Θα κλουβιάσει το μυαλό σου με τόση τηλεόραση.

[κλούβι(ος) -άζω, -αίνω]

κλούβιασμα το [klúvjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κλουβιάζω.

[κλουβιασ- (κλουβιάζω) -μα]

κλούβιος -α -ο [klúvjos] Ε4 : για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί. || (μτφ.): Tο κεφάλι του είναι κλούβιο, είναι άνθρωπος ανόητος, άμυαλος. (έκφρ.) το κλούβιο σου το μάτι!, ειρωνική απάντηση σε διαφωνία.

[< παλ. σλαβ. kûlvati `κλωσάω΄(;) με μετάθ. του υγρού [l] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες