Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλιμακτήριος
1 εγγραφή
κλιμακτήριος η [klimaktírios] Ο36 : για τις γυναίκες η εποχή της εμμηνόπαυσης και γενικότερα η εποχή στη ζωή του ανθρώπου κατά την οποία παρατηρείται μια βαθμιαία εξασθένηση και κατάπαυση των γεννητικών λειτουργιών: Είμαι / βρίσκομαι στην κλιμακτήριο. Περνάει δύσκολη κλιμακτήριο.

[λόγ. < αγγλ. climacterical (στη νέα σημ.) < νλατ. climacterium (-ium = -ιον) < λατ. climacter < αρχ. κλιμακτήρ `σκαλοπάτι, κρίσιμο σημείο στην ανθρώπινη ζωή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες