Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κληρουχία
1 εγγραφή
κληρουχία η [kliruxía] Ο25 : 1. διανομή γης με κλήρωση σε ακτήμονες. 2. (ιστ.) α. η εγκατάσταση των Aθηναίων κληρούχων σε ορισμένη περιοχή. || (επέκτ.) ο τόπος της εγκατάστασής τους. β. το σύνολο των Aθηναίων κληρούχων που είχαν εγκατασταθεί σε μια περιοχή.

[λόγ. < αρχ. κληρουχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες