Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κιοτής
1 εγγραφή
κιοτής ο [kotís] Ο8 : (λαϊκότρ.) ο δειλός, ο άνανδρος, ο φοβητσιάρης.

[τουρκ. kötü `κακός΄, διαλεκτ. köti ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες